- μαλαχίδες
- οιβοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, τυπική τής τάξης μαλβώδη, αλλ. μαλβίδες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαλαχίδες ή μαλβίδες — (malvaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των μαλαχωδών, η οποία αποτελείται από 80 γένη και 1.000 περίπου είδη παγκοσμίως. Περιλαμβάνει μονοετείς έως πολυετείς πόες, θάμνους και μικρά δέντρα, με κατ’ εναλλαγή, παλαμοειδώς έλλοβα και… … Dictionary of Greek
φλαμουριά — (τίλια η πλατύφυλλη ή ευρωπαία). Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των τιλιιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό και ως τίλιο. Οι τιλιίδες είναι συγγενείς με τους μαλαχίδες, μαζί με τους οποίους υπάγονται στην τάξη των μαλαχωδών. Πρόκειται για ένα ωραίο… … Dictionary of Greek